- προδανειστής
- προδᾰν-ειστής, οῦ, ὁ,A one who advances money for public purposes, OGI46.9(pl., Halic., iii B.C.), IG11(2).287A122 (Delos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδανειστής — one who advances money masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδανειστής — ὁ, Α [προδανείζω] 1. αυτός που δανείζει πρώτος ή προηγουμένως χρήματα για δημόσιες ανάγκες 2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) αυτός που παρέχει εγγυήσεις για κάποιον που δανείζεται … Dictionary of Greek